- πρανίζω
- Α(δωρ. και αττ. τ.) βλ. πρηνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρανιχθέντα — πρανίζω capsize aor part pass neut nom/voc/acc pl πρανίζω capsize aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρανίζει — πρανίζω capsize pres ind mp 2nd sg πρανίζω capsize pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρανιχθῆναι — πρανίζω capsize aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπράνιξε — πρανίζω capsize aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* … Dictionary of Greek
πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… … Dictionary of Greek